Σε τετράγωνα, πατημένες επίπεδες τσίχλες
Μήπως είναι βουλοκέρια μιας ζωής που δεν
προλαβαίνουμε;
Λες να είναι μικρές πατούσες
της χαμένης ανεμελιάς μας;
Είναι η τελευταία σφραγίδα απ’ το φτύσιμο
των περαστικών στο καθρέφτισμα
του εαυτού τους;
Κι αν είναι βδέλλες που θέλουν να ρουφήξουν
όλες τις μνήμες του τσιμέντου;
Στίγματα και απομεινάρια του ραντεβού
με τη βόλτα;
Ανεβαίνω γρήγορα-γρήγορα το πεζοδρόμιο
Γκρίζα λωρίδα, ατελείωτη
Μασάω την τσίχλα, νευρικά την φτύνω
και ξέρω πως κάποιος θα την πατήσει
Κι έπειτα κάποιος άλλος
Κι έπειτα… μπαίνω σπίτι να γλιτώσω
από το χρώμα το γκρι
Αντικρίζω ένα σκούρο αλλά
—ευτυχώς— λιγότερο ουδέτερο…
Από τη συλλογή Μια σχετική συρραφή (2008)