Ο,τι αναδιπλώνει τα κύτταρα

Μέσα στην τροπική βροχή να έρχεσαι

Με εκείνο το Μαροκινό λουλούδι  για ομπρέλα

Σαν διάθλαση στο τζάμι

Σαν χνώτο απογευματινού αέρα στο παράθυρο

Την ίδια ώρα που στο επάνω δωμάτιο γράφεις

Με τα ως πάνω κλειστά κουμπιά- δεμάτιο σκέψης

Ανυπόφορη

Πάνω στα νέα φρούτα της άνοιξης

Να απατώ τον εαυτό μου με  σκιά και  παρουσία

Στο μέσο του κήπου

Με διάθεση  σοκολάτας

Για παραλήρημα

Για εμπαιγμό

Για ξεδίπλωμα

Με άφεση αμαρτιών Στο περβάζι του παραθύρου

Με δέρμα κουνελιού Με την λάμπα

Να καίει να σιγοψιθυρίζει, τραγικά αναπόφευκτα

Να λυτρωθούν οι ορυζώνες όταν υψώνουν

Στο ύψος των χεριών τον ορίζοντα

Εκεί που βλέπεις θάλασσα πάνω σε θάλαττα

Να τελειώνει το γράμμα

Και ο ύπνος να παίρνει τον ύπνο πιο μέσα

Εμείς το έλασμα

Όταν καλλιεργείς αυταπάτες και αρμέγεις

Σαν γάλα αγνό

Το βαμβάκι από τα σύννεφα

Όταν θέλουμε το καλοκαίρι να μας κατακτήσει

Με όλο το βάρος του σώματος του

Να μας καρφιτσώσει στον ώμο την σημαιούλα

Μιας μαρκησίας

Φέτα ουρανό και αστέρι

Και να ανήκουμε τότε παντού

Όλα τα πρόσωπα

Οι χρόνοι

Οι παραλλαγές

Η μουσική φράση να συνεχίζει

Ό ύπνος, το σκυλί και το ροδάκινο

Τα παραθυρόφυλλα να μην

Τολμούν να αγνοήσουν την φωνή

Την αλμύρα της θάλασσας

Την ξηρασία του φωτός

Που λέγεται ήλιος

Αφήνει σημάδια ουλές

Το ξημέρωμα σε λάθος σώμα

Να μπαίνω να βγαίνω

Σαν καρκίνος που αναδιπλώνει

Τα κύτταρα

Εκείνη καλπάζει το ά-λογο

Αναδιπλασιάζει την προσέγγιση

Την αποφυγή την άφιξη

Με τα χέρια ψηλά της βροχής

Ξύπνησα και είδα να ζαρώνει

Το δέρμα του δρόμου

Σαν ηλικιωμένος αύγουστος

Αναβάτης σε άλογο χωρίς χαλινάρι

Ξύπνησα και είδα μια χωματερή

Να  γεμίζει πτώματα

Σε κρατούσα από το χέρι κοτρώνα

Σε επίχρυσο δευτερόλεπτο της αναπνοής

Ξύπνησα και είδα την θάλασσα να γυαλίζει

Λες κα όλα τα αστέρια χθες βράδυ

Ξεχάστηκαν πάνω της

Και αποδείχτηκαν αυτά

Μαριονέτες της νύχτας

Με νήμα κλωστή

Που εύκολα γινεται

Η αποκοπή του ομφάλιου λώρου

Από τον ουρανό

Στην γη βαθιά

Και

Εδώ

Ανυπόφορα