Όταν ναυάγησαν μέσα σ’ εκείνο το ξύλινο τετράγωνο συρτάρι
Γεμάτο ουσιαστικά και προθέματα
Γρήγορα και χιλιοειπωμένα το μετέτρεψαν σε βάρκα
Για κουπιά βάλαν τα χέρια που προεξείχαν από τα ακροδάχτυλα
Άρχισαν επανάληψη και ίδιο — κρότος στην κίνηση
Βούλιαγμα σε κενό αέρος
Και νόμιζαν από κάτω θάλαττα
Και νόμιζαν από πάνω τοίχο που θα κρεμόταν διάστημα
Σε κρίκους πόρτας η πετονιά
Και για συντεταγμένες είχαν λέει
Τα πουλιά στη θάλασσα και σε ουρανό τα ψάρια
Δεν άκουγαν κρωξίματα Και
Κάποτε οι λέξεις κροτάλιζαν από ενταφιασμό
Στην σιωπή
Νόμιζαν πως πήγαιναν — Φρικτή ακρογωνιαία πορεία
Στον Χάρτη.
Αφήνανε σημάδια και κιτρινίλα — Τόνους, κόμματα, προσκόμματα
Και κοχύλια ν’ ακούνε απέραντα
Νομίζανε κυματισμό τους
Υφάλους
Και τα κρυμμένα νοήματα στους αχινούς των μαλλιών τους—
Απόηχος — οι συντεταγμένες πολύ πλησιάσαν στο επικίνδυνο
Και γίναν παράλληλοι — εντοίχια αγωνία
Και έγινε σύνθλιψη
Και το βλέμμα τους βαλσαμώθηκε ακαριαία μπροστά
Να βουτά στο κενό
Με τα μάτια ορθάνοιχτα πώς να κάνεις κουπί
Στους γερασμένους κροταλισμούς του αέρα;
Τα πουλιά και τα ψάρια αντάλλαξαν λέπια με φτερά
Τα εναλλάσσουν με τέχνη και η πυξίδα καλά κρυμμένη
Σε θέση ισχύος
Και πώς κάποια στιγμή να γεμίσουν στο υδρόβιο κενό
Ολόκληρη υγρό
Ανυπόφορο
Μπλε;
Από τη συλλογή ακρογωνιαία πορεία στο και (2012)