Να λοιπόν που βρίσκομαι στις οπές του ουρανίσκου σου
Με μια μικρή καρφίτσα
Να φτιάχνω δεξαεξασύλλαβες σιωπές και ενατενίσεις
Να τρυπάω τις μικρές φουσκαλίτσες που στάζουν ροή
Και λένε σιελόρροια τον αποφυλακισμό των λέξεων
Να βλέπω το παχυλό κομμάτι γλώσσας και σκέψης
Και να μην μπορώ να σου γνέθω αντιρρήσεις
Κακές αποχρέμψεις —που κάποτε θ’ ακουστεί ο βόμβος
Από την πιο βαθιά ψυχική επάλειψη—
Θα βγούνε στοιχισμένες σε σειρά και η συνομοταξία
Των κυττάρων θα θέλει νέα ανοίγματα
Το ενδιάμεσο θα έχει ακουμπήσει το διαπερατό
Και το διαπερατό τον πυρήνα
Και ο πυρήνας το κέντρο
Και το κέντρο θα είναι το γύρω-γύρω
Όλοι
Καμία εστίαση Ούτε στο βλέμμα
Αστιγματισμός — Α κεντρο
Για κεντρί θα κρατάω ακόμη σφιχτά την καρφίτσα
Θα ψάχνουν συμβατότητα τα υγρά και η γεύση
Του πικρού του γλυκού και του άγλυκου
Θα αλλάζουν χώρο στην γλώσσα
Θα δημιουργούν και βαθουλώματα σιωπής
Να λοιπόν
Κυριεύσου από την φυλακή σκέψεων που η φαιά ουσία
Κατεβαίνει στα ρουθούνια στο δέρμα στο σπέρμα
Βάλε τις αυλακώσεις της αποχής να στέκουν κλειδοκράτορες
Βγαίνω από το στόμα σου ανεπαίσθητα αργά
Και ακουμπάω στο λευκό φλοιό των δοντιών που μοιάζουν
Παραπήγματα
Σχεδόν εμπόδια άρθρωσης
Εκεί ενδιάμεσα στέκουν οι σημασίες που δεν θέλουν να βγουν
Και με τον καιρό συρρικνώνουν την υγιή επαναφορά μιας μνήμης
Όλο μυρωδιά
Η πολλή γλυκύτητα βλάπτει — Και η αμάσητη κατάποση
Της πραγματικότητας
Γι’ αυτό έλα να φιληθούμε στον λαιμό δύο κύκνων
Στην μεμβράνη μιας πατούσας παπουτσιών
Που φοράνε οι λωποδύτες
Και όταν θα ανοίξουν την σήμανση οι σηματοδότες
Θα σκέφτομαι από την αρχή πώς θα μιλήσουμε
Και αν —
Μετά θα κοιμηθούμε σγουρά και κατσαρωμένα
Και αλλεπάλληλα πάνω σε ευθύγραμμα σώματα
Σε σεντόνια τυλιγμένα γύρω από τα μάτια και θα λέμε
Δεν βλέπω
Αλλά θα ξέρεις καλά
Και εγώ ίσως
Πως αισθάνομαι δύο
Ανεμίζοντας τον κυκλικό χορό γύρω από τον εαυτό μας
Τα χέρια να ψαχουλεύουν το κόψιμο του αέρα
Και την πυκνότητα — αλλά να μην αγγιζόμαστε
Μόνο εξ αποστάσεως θα ικανοποιούνται οι ανάγκες
Μόνο εκ του ασφαλούς
Θα μας αφήνει το δωμάτιο ολόκληρο διάδρομο
Και πώς να φιληθούμε, αγαπημένε;
Πώς τόση τραχύτητα στο δέρμα της γλώσσας
Και στο γυαλοχορταριασμένο έφηβο συναπάντημα
Τόσο να θυμάται φυγές
Τόσο άλλο να φεύγει
Τόσο να θέλει φόβο γιατί καλά μαθημένος
Ο ασαφής αυτοδημιούργητος και κάποτε απρόσκλητος
Και τώρα επίτιμος
Και εκ των ων ουκ άνευ
Και μετά πάλι το κύτταρο να αναγεννά την αυταπάτη
Και κυρίως τον έρωτα
Και να αφήνει ανοίγματα — καλά διαμελίσματα
Στα διαμερίσματα όπου θα μπαίνουμε να χορεύουμε
Κραδαίνοντας ο ένας τον στόμφο του άλλου
Και η σταφυλή στο λαιμό — αχόρταγος φρουρός
Δεν θα επιτρέπει ούτε μια λέξη παραπέρα να πάμε
Ούτε μια συλλαβή
Και είμαστε ακόμη κυκλωμένοι από εμάς
Το κέντρο θα μετατοπίζει συνεχώς το κέντρο βάρους
Και το ειδικό βάρος της βροχής
Που λέγεται και αυτή ενίοτε
Ακατάσχετη λογόρροια
Μετά θα κοιμηθούμε πάλι πάνω στα σάλια μας
Γιατί θα έχουν υφάνει ολόκληρο γέλιο στο δάπεδο
Και θα ανοίξουμε τον ουρανίσκο
Να βγάλουμε σε σπασμωδικές κραυγές την ησυχία
Το πρωί τα κύτταρα μιας νύχτας που σχεδόν εννιά
Ουρανοί την περίμεναν
Θα συρρικνωθούν στην υπερώα
Και εκεί η εγώ λευκή φαιή
Και κάθιδρη θα κάθομαι
Σαν αναίτιο βάδισμα
Πάνω σε όλα τα πρωινά
Του κόσμου
Συνωστισμένα
Από τη συλλογή ακρογωνιαία πορεία στο και (2012)