Κι όταν εκείνο το πλάσμα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου
Σου προκαλούσε τρόμο κι εσύ σχημάτιζες σε σχήμα οβάλ
Μια κραυγή stop
Σχισμή που λέγεται στόμα σε πρόσωπο –αραιωμένα δύο οστέινα που
Που λέγονται δόντια
Όλη η υπόλοιπη ήσουν τσιμεντωμένη με θέληση
Ποτέ δεν κατάλαβες πως η σύνθεση απαιτεί Απόσχιση
Μετατόπιση και Διαχωρισμό του χώρου σε πολλά τμήματα
Έτσι που κυλινδρικά να μπαίνουν οι ζωές και τα επεισόδια
Να ενώνονται και να τεντώνονται στον χρόνο
Μέχρι να βρουν την δίδυμη φλόγα σε μια δυνητική μετενσάρκωση
Τότε που σε φώναζα Ένα στόμα διάπλατο και παγιδευμένο στο βάθος
Οισοφάγο των λέξεων
Χρειάζομαι νερό και μια μήτρα να γεννηθώ από την αρχή
Και με τον ώμο ξεγύμνωτο
Να μπορώ να καμπυλώνω την μουσική στον χώρο και τον χώρο στην μουσική
Κι εσύ μου έδωσες όλη την πηγή του χρόνου από τότε που
Η σημασία της αφής πήρε διάσταση άλλη
Σε ερωτεύομαι μόνο για να με αφήνεις να μεγαλώνω σε μια εικόνα γεμάτη συγκόλληση
«μέχρι τον ουρανό» μου έλεγες
Με πήγαινες βόλτα ακόμη και όταν η βροχή δημιουργούσε θολότητα
Στα μάτια στο δέρμα μου Ένα πέρασμα που καμιά σου λέξη δεν συμπληρώνει
«Μαμά. Καφέ;»
Μια μουσική φράση να την θυμάμαι
Να περπατάω διαφορετικά ανάμεσα στα δέντρα και στο μερικό των ανθρώπων
Καμιά μουσική δεν προκάλεσε σύνθεση τότε που ήθελα χάρτινα καράβια
Να περπατάνε στο ρείθρο του δρόμου
Παρά μόνο το σώμα μου μέσα σ’ ένα Άλλο
Τόσο ντυμένο Γυμνότητα
Που ένιωθα τον κάθε πόρο ν’ αναπνέει έναν Άλλον
Χρόνο ζωής Ποτέ δεν κατάλαβα από πού έρχονται τα όνειρα
Και πόση ταχύτητα κρύβουν οι εφιάλτες
Πάντα σε ένα οδόστρωμα που συνταιριάζει ένωση δύο γραμμών λευκών
Όπως τα μπροστινά σου δόντια – το κενό αυτό που μοιάζει αδιαχώρητο
Και όλο αναπνοή-
Έτσι. Τόση απόσταση χωρίζει την αγάπη αυτού που φέρνει στον κόσμο
Γι’ αυτόν που στον κόσμο έρχεται———-Τόση απόσταση_______________
Από τον έρωτα που κάποτε είχε επιθυμήσει για αυτόν που θα επιθυμήσει ξανά
Ίσως μια νύχτα που ο χορός θα είναι κάλεσμα για διαφορετικό χρώμα μαλλιών
Σώμα και απεύθυνση, ίσως να καταλάβεις πως πολύ λίγο αλλάζει
Η εικόνα στο κάδρο μιας ζωής που διαδέχεται Άλλη-
Οι εγκοπές πάνω στο βινύλιο χαράσσουν πορεία κυκλοτερή
Και αναπόφευκτα ξαναγυρίζουν στο σημείο το ίδιο που μικρός όλος ερώτηση
Αναφωνούσα για το Εγώ και τον Άλλον
«Μαμά, καφέ;»
Κι εσύ σχημάτιζες μια κραυγή οβάλ στο στρογγυλό του προσώπου
Κι έπειτα με δύο δόντια – σηματοδότες αραιά κοφτερά μου έσκαγες ένα χαμόγελο
Πείσμα- από πουθενά αλλού αγάπη δεν ρούφηξες
Με άχνισες μητρικό γάλα και αγάπη μυθική –
Γυναίκα όλο κτήση-
Έβαζες στο πικ απ
Το café de flore
Μια εποχή στο Παρίσι
Μερικές φορές σκέφτομαι: «μικρός πρόλαβα Δύο φορές να νιώσω
Αλλά με την ίδια απόσταση-μηδενική- σαν τις γραμμές στο δρόμο
Και σαν τα δόντια σου που χάνονται σε μια μουσική
Όλο θέληση
Όλο ματαίωση
Για έναν δρόμο που διανύσαμε ως τη μέση»