Κάποια στιγμή σου χαρίζεται η ησυχία
Και δεν μπορείς να τη διαχειριστείς
Σαν παιδί που στο δίνουν να το παίξεις
Με μύθους και συ το μεγαλώνεις με αλήθειες
Απότομα
Σαν φαγητό που σου προσφέρεται απλά
σαν ψωμί με μελί
κι εσύ θες ουρακοτάγκο ψητό
Με κανέλες σιρόπια
Σαν κεφάλι που σου λένε
«κούρεψε λίγο χορτάρι, κι εσύ προσθέτεις ένα -δυο
κόκκινες περούκες στο πράσινο και μάτια
Σαν ποίημα δίστιχο που σου λένε
«Βάλε μια σκέψη να γίνουν τρεις» κι εσύ το λήγεις με αφήγηση
όλης της σχέσης
Σαν αφαίρεση που σου λένε να κάνεις
να γλιτώσεις χρόνο και χρήμα
κι εσύ κάνεις διπλασιασμό της επιθυμίας
και διαιρείς εις τη νιοστή το συν άπειρο
Και το τέταρτο πλησιάζει
Να λοιπόν!
Ολόκληρη σελίδα σου δίνεται
Να ξαπλώσεις
Να κοιμηθείς ανάλαφρα
Κι εσύ αντί να χαρείς την βαραίνεις
Με τις λέξεις μιας σκέψης πυκνής
Που πρέπει ντε και καλά
Να γραφτεί πάνω σε γράμματα