Ποιήματα

Θα αφεθούμε κάποια στιγμή

 

Στη γύμνια και στην αντιστοιχία

Του βλέμματος

Θα φορέσουμε την εξάρτηση

Από κάτω προς τα πάνω

Σπασμωδικά θα αφήσουμε

Να φαίνεται λίγο δέρμα

Και λίγος άνεμος να μπαίνει στο στόμα

Και να βγαίνει από τα ρουθούνια

Σαν καπνίλα

Σε ροζ χρώμα εσωτερικής στοιβάδας

Θα σέρνουμε τους φόβους στα πόδια μας

Και θα δικαιολογούμαστε ως συνήθως

Και ως φυσικώς

Πώς είναι τα κατοικίδια

Που τα βγάζουμε έξω

Για να αποθέσουν ανάγκη στο δρόμο

 

Όταν οι φόβοι μας θα φοβηθούν

Από την έκθεση

Θα βάζουν την ουρά γύρω από το λαιμό

Σε κολάρο περιοπής

Και θα παριστάνουν

Καλοαναθρεμμένες γάτες

 

Κάποια στιγμή θα μας φάνε

Και ούτε μια γρατζουνιά

Ούτε ζημιά

Ούτε νιαούρισμα

 

Μετά θα βγάλουμε τα χέρια

Να ακουμπήσουμε τις αμυγδαλιές

Που κρεμάνε λευκές υποσχέσεις

Αλλά τόσο βάρος θα έχουν τα περικάρπια

Που βαρύτονα

Θα βγαίνουν οι εναγκαλισμοί

Και το ουρανικό

ναι

 

Το φως

 

Η λεπτή χειρονομία του φωτός αποκαλύπτει ατέλεια

Η έντονη αντίθεση του αποφασίζει την ένταση

Η αναποφασιστικότητά του υποδηλώνει αυγή ή απόβραδο

Η απομάκρυνση επιτάσσει σφαγή οργασμό ή δημιουργία

Η άπλετη φωτεινότητα προσδιορισμό

Εκεί κάπου στα λαγούμια μιας γης που οδηγεί σε ορίζοντα

Αναζητάς συγκινήσεις που θα θρέψουν το βλέμμα ανάστροφα

Σε μια εικόνα που δεν υπήρξε πριν να επινοηθεί ο κόσμος

Απρόσκλητος και απρόσφορος για ζωή

Εκεί κάπου φανερώνει ο ουρανός να βλέπει

Τα πάντα

Ειρωνικά

Μπλε και γαλάζια

 

Πεδία μέτρησης

 

Άρχισαν ξαφνικά να συναρμολογούνται

Από τους ώμους οι άνθρωποι

 

Και όταν κάποιοι ανακοίνωσαν πως

Δεν υπάρχουν άλλα μετρήσιμα πεδία

Και στατιστικές ζωής  Κάποιοι άλλοι αποφάσισαν

Πως -Με κάποιο τρόπο-

Θα ήταν όλα εύκολα  Από την αρχή

Σαν ανάσα

Θα αφήναν να κουρνιάσουν στον αυχένα

Τα συναισθήματα

Και να φωλιάσουν στα μαλλιά τεράστιες αποφάσεις

Με απολήξεις  νευρώνα

Καμιά κλίση της κεφαλής-Κανένα τρεμούλιασμα-Κανείς πόνος

Γιατί μια απόφαση θα ευθυγραμμίζει την πλάτη τους

Θα μένουν σταθερά τα οπίσθια

Και ένα ύφασμα

Θα νομίζει πως δένει την  τρέλα

Πισθάγκωνα

Σε αυτή την αγέρωχη  όψη

Θα κοιτούσαν ευθεία μπροστά

Πυκνωμένη ιστορία που ξεχειλίζει επεισόδια

Και άρρωστη θάλασσα

Αλλά τόσο θα είχαν ξεχωρίσει

Την ύπαρξη από την ύλη

Που το είναι θα είχε μετατοπιστεί

Ένα βήμα μπροστά

Θα χαμογελούσαν

Ένας διαχωρισμός θα είχε προκύψει

Και μια αίσθηση εκτός ορίων

Η αναπνοή θα γινόταν από όλα τα κύτταρα

Όπως πάντα άλλωστε

 

Μόνο που τώρα θα την ένιωθαν  όλοι

Απροετοίμαστοι και μέχρι το κόκκαλο.

 

Από τον ώμο έλεγαν θα γίνει η συναρμολόγηση

Έκοψαν  όλοι το ένα τους χέρι-Δεν συμμορφώθηκαν

Μείναν ολόκληροι

 

Όσα κλειδιά έχει ο άστεγος

 

Ένα πιάνο ανοιχτό. Καρότσι που άστεγος έχει συλλέξει

Αντικείμενα, σκουπίδια, ήχοι. Παραμορφωμένες νότες.

Τα τοποθετεί  χειρουργικά στα σημεία. Απόχρωση. Εξακρίβωση.

Μια δόση παράνοιας. Παιχνίδι που ξέχασε σε ηλικία που δεν θα μπορούσε να θυμηθεί.

Σ’ ένα λινό πουγκί βάζει τα πιο μικρά. Αυτά  που κανείς δεν βλέπει

Ένα ρεσώ  τσαλακωμένο, κουτί από τροφή βρεφική, το όργανο για επίκληση βροχής.

Το τενεκεδένιο ταμπούρλο, ένα μεταλλόφωνο, δύο πιρούνια μαγειρικής

Μια μικρή αγωνία για ύπνο κι ελάχιστη φαντασίωση

Η μουσική έρχεται από μια σπηλιά. Έχει επίστρωση. Ξύλο κι ελεφαντόδοντο.

Χάσκει. Ανοιγοκλείνει σαν αιδοίο σε οργασμό. Φτάνει σε μια τονικότητα

Χωρίς προηγούμενο. Βάζει μονωτική ταινία στα πλήκτρα.

Δεν ξεχνάει ποτέ από πού ξεκίνησε. Πόσο διένυσε δρόμο ανυπόφορο και σχεδόν παγωμένο.

Μελωδία σε συχνότητα κατεδάφισης. Σταδιακά. Έτσι δομήθηκε

Η δεξιοτεχνία του Parmeggiani κάποτε του φάνηκε ασυνεχής. Δεν είχε καμιά διαφωνία με την διαφωνία και τις ιδιότροπες κλίμακες. Συχνά οι συχνότητες σχημάτιζαν έννοια. Έπειτα χανόταν. Κατηφορίζει εδώ και δεκαετίες νερού με το πιάνο και όλα τα συμπράγκαλα.

Κοιμάται μέσα σε αυτά, τα τραβολογά με σκοινί ορειβάτη τη μέρα. Το βράδυ όλα τα κλειδιά τα πετάει στις γάτες.

Είναι άστεγος κάμποσα λεπτά, γλιστράει μέσα στους δρόμους και τα στενά μιας πόλης που γδέρνει όσους μένουν άγρυπνοι. Τους αλλάζει το δέρμα, το πέλμα, το βλέμμα.

Τίποτα δεν έχει να εφεύρει παρά μόνο μια επιπλέον νότα χωρίς κλειδί.

Ξεκινάει με μονωτική φιλοδοξία και χωρίς αντίστιξη.

Θα ακολουθήσει διαδρομή και μελωδία μέχρι να ξημερώσει.

Το λινό πουγκί έχει ραμμένο στα έσω πλευρά δύο αναμνήσεις, Αυτές κουβαλάει. Αυτές παραμένουν  ακέραιες, συμπαγείς και χωρίς αλλοιώσεις. Όμως κάθε οχτώμιση μέρες  αδειάζει τα παιχνίδια, τα κύμβαλα , τα σκουπίδια και συλλέγει άλλα. Μερικά είναι διαβρωμένα από τα σάλια και τα χέρια όσων προηγήθηκαν.

Η χρησιμότητα και η ανάγκη βαδίζουν παράλληλα, λέει. Η μουσική το ίδιο.

Όλα τα σκουπίδια σχεδόν τρελαμένα από τον ήχο που έβγαλαν όταν πετάχτηκαν και κανείς άστεγος δεν ήταν εκεί να τα συλλέξει. Και τώρα απαιτούν μελωδία , ξεδίπλωμα

Είχαν γίνει ήδη είδη πολυτελείας σε μια εποχή που το μόνο που πρέπει να κουβαλά ο κανένας  είναι το δέρμα του.

 

Αποδελτίωση

 

Αύριο θα χουμε τυλίξει κορμούς δέντρων

Με χαρτοσακούλες

Θα χουμε σχεδιάσει ζωή από τον καιρό εκείνο

Που άνθρωπος κανένας δεν τόλμησε

Σχήμα

Μορφή

Περιεχόμενο

Θα χουμε στραγγίξει παραίσθηση

Και οφθαλμό

Θα χουμε αφήσει υπόνοιες για δυνατότητα

 

 

Αύριο θα χουμε τυλίξει με λέξεις

Τα κλαδιά των δέντρων

Θα τις συλλαβίζουν κοτσύφια

Θα χουμε τρομάξει τους φόβους μας

Θα χουμε αφήσει αναπνοή να ρέει ανάμεσα

Ήχους θα χουμε πετάξει μέσα στις κουφάλες

Τίποτα δεν θα μας έλκει παρά μόνο

Εκείνη η  ομορφιά

Η ελάχιστη

Η σιωπή

Η καταιγίδα

Ό,τι θα χει συμβεί σε χαρτόνι

Κι αυτό  θα χει τυλίξει

Όλα τα δέντρα όλα τα χρόνια

Κι ας λένε κάποιοι

Πως από τη ρίζα κόβεται

Η συνήθεια

Για ανάγκη

Για καταστροφή

Για δημιουργία